- φιλοχαρής
- φῐλο-χᾰρής, ές,A graceloving, Cat.Cod.Astr.2.171.2 -χᾰρές, τό, = πράσιον, Plin.HN20.241, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Φιλοχάρης — masc acc pl (attic epic doric) Φιλοχάρης masc nom/voc pl (doric aeolic) Φιλοχάρης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχαρής — ές, Α 1. αυτός που αγαπά την χάρη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρές ονομασία τού φυτού πράσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐ χαρής, πολυ χαρής] … Dictionary of Greek
Φιλοχάρη — Φιλοχάρης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Φιλοχάρης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοχάρην — Φιλοχάρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοχάρους — Φιλοχάρης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλόχαρες — Φιλοχάρης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИЛОХАР — • Philochăres, Φιλοχάρης, 1. старший брат оратора Эсхина. Aesch. de f. leg. 43. Dem. de f. leg. 69; 2. живописец, картина которого возбуждала в Риме всеобщее удивление; на ней был представлен сын, который был похож на… … Реальный словарь классических древностей
φιλοχαρές — οῡς, τὸ, Α βλ. φιλοχαρής … Dictionary of Greek